- ποιμανόριον
- ποιμᾱνόριον, τό, ([etym.] ποιμάνωρ)A herd: metaph., army, A.Pers.74(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποιμανόριον — ποιμᾱνόριον , ποιμανόριον herd neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμανόριον — τὸ, Α [ποιμάνωρ, ορος] 1. ποίμνη, ποίμνιο 2. μτφ. στρατός, στράτευμα … Dictionary of Greek